- περιαγαγεῖν
- περιαγαγεῖνπερϊαγαγεῖν , περιάγωlead: aor inf act (attic epic doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
περιαγαγεῖν — περϊαγαγεῖν , περιάγω lead aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιάγω — ΝΜΑ οδηγώ κάποιον ή κάτι γύρω, περιφέρω (α. «ἄγγελος... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί. β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε», Ξεν.) νεοελλ. κάνω κάποιον να έλθει σε δύσκολη κατάσταση («η χαρτοπαιξία τόν… … Dictionary of Greek